κλανιάρης

κλανιάρης
-άρα, -άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά]
1. πορδαλάς
2. μτφ. φοβιτσιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πορδιάρης — ο, Ν αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαν ίάρης, ψωρ ιάρης] …   Dictionary of Greek

  • πορδαλάς — ο θηλ. λού ή πορδού αυτός που έχει τη συνήθεια να αφήνει πορδές, να κλάνει, αλλ. κλανιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”